κελτικός

κελτικός
-ή, -ό (Α κελτικός, -ή, -όν) [Κέλτης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι σχετικός με τους Κέλτες, ο γαλατικός («κελτικές γλώσσες)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Κελτική
η χώρα τών Κελτών, τών Γαλατών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κελτικός — Celtic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελτικά — Κελτικός Celtic neut nom/voc/acc pl Κελτικά̱ , Κελτικός Celtic fem nom/voc/acc dual Κελτικά̱ , Κελτικός Celtic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελτικῶν — Κελτικός Celtic fem gen pl Κελτικός Celtic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελτικόν — Κελτικός Celtic masc acc sg Κελτικός Celtic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άμβρωνες — Κελτικός λαός τον οποίο υπέταξαν οι Ρωμαίοι. Αναφέρονται δύο μάχες τους εναντίον των ρωμαϊκών στρατευμάτων: η πρώτη το 105 π.Χ., όταν νίκησαν τους Ρωμαίους ύπατους Μάνλιο και Καιπίωνα και η δεύτερη το 102 π.Χ., κοντά στα «Σέξτια Ύδατα» (στον… …   Dictionary of Greek

  • Κελτικαῖς — Κελτικός Celtic fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελτικαί — Κελτικός Celtic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελτικοῖς — Κελτικός Celtic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελτικοῖσιν — Κελτικός Celtic masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελτικοί — Κελτικός Celtic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”